κοσμητικός — skilled in ordering masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κοσμητικός — ή, ό (ΑM κοσμητικός, ή, όν) 1. κατάλληλος για στολισμό, διακοσμητικός 2. το θηλ. ως ουσ. η κοσμητική η τέχνη τής περιποίησης και τού εξωραϊσμού τού ανθρώπινου σώματος, που διαφέρει από τον στολισμό κατά τον οποίο προστίθενται στο ανθρώπινο σώμα… … Dictionary of Greek
κοσμητικά — κοσμητικός skilled in ordering neut nom/voc/acc pl κοσμητικά̱ , κοσμητικός skilled in ordering fem nom/voc/acc dual κοσμητικά̱ , κοσμητικός skilled in ordering fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κοσμητικῶν — κοσμητικός skilled in ordering fem gen pl κοσμητικός skilled in ordering masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κοσμητικόν — κοσμητικός skilled in ordering masc acc sg κοσμητικός skilled in ordering neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κοσμητικαῖς — κοσμητικός skilled in ordering fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κοσμητικαί — κοσμητικός skilled in ordering fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κοσμητικοῖς — κοσμητικός skilled in ordering masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κοσμητικοῦ — κοσμητικός skilled in ordering masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κοσμητικῆς — κοσμητικός skilled in ordering fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)